Εφαρμογή του

stérilité στα ελληνικά
stérilité
λέγεται
στεριλιτέ
.
stérilité
σημαίνει στα ελληνικά
στειρότητα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- stérilité / infertilité : αδυναμία τεκνοποίησης με φυσικό τρόπο / αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο
- stérilité : αγονία / στείρωσις
- stérilité / infertilité : αγονία / αφορία
- stérilité : στειρότητα / φυσιολογική αγονία
- semi-stérilité : ημιστειρότητα
- SMC / stérilité mâle cytoplasmique : κυτοπλασματική στειρότητα του άρρενος
- stérilité totale : αρχική στειρότητα
- stérilité feminine / stérilité masculine : ανδρική στείρωση / ανικανότητα αναπαραγωγής
- stérilité partielle : δευτερεύυουσα στειρότητα
- période de stérilité : στείρα περίοδος
Subscribe
0 Comments