Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

sternum στα ελληνικά
sternum
λέγεται
στερνόμ
.
sternum
σημαίνει στα ελληνικά
στέρνο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sternum : στέρνο
 - thorax / sternum : στήθος / θώρακας
 - mésosternum / corps du sternum : σώμα στέρνου
 - pointe du sternum : απόφυση του στέρνου
 - fissure du sternum : στερνοσχιστία
 - distance menton-sternum : γενειο-στερνική απόστασις
 - vitesse d'écrasement du sternum : ταχύτητα κάμψης του στέρνου
 
  Subscribe 
 0 Comments


