Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

stresser στα ελληνικά
stresser
λέγεται
στρεσέ
.
stresser
σημαίνει στα ελληνικά
αγχώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- stresser / solliciter : στρεσάρω / εφαρμόζω τάσεις
- agent stressant / agent d'agression : παράγοντας στρες / παράγοντας άγχους
Subscribe
0 Comments


