Εφαρμογή του

stupeur στα ελληνικά
stupeur
λέγεται
στυπέρ
.
stupeur
σημαίνει στα ελληνικά
κατάπληξη
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- stupeur / état de stupeur : λήθαργος
- stupeur / abrutissement : νάρκη / λήθαργος
- stupeur acquise : επίκτητη απάθεια / επίκτητη χαύνωση
- stupeur carcérale : λήθαργος φυλακίσεως
- stupeur émotionnable : συναισθηματική εμβροντησία
- stupeur emotionnable : συναισθηματική εμβροντησία
- paralysie émotive de v.Baelz / stupeur émotionnelle de v.Baelz : συναισθηματική απάθεια του BAELZ
Subscribe
0 Comments