Εφαρμογή του

submerger στα ελληνικά
submerger
λέγεται
συμπμερζέ
.
submerger
σημαίνει στα ελληνικά
κατακλύζω / ποντίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- terrain submergé : πλημμυρισμένη περιοχή / περιοχή καλυπτόμενη με νερό
- cornifle submergé : κερατόφυλλο το υποβρύχιο
- four à arc immergé / four à arc submergé : κάμινος βυθιζομένου τόξου / ηλεκτρική κάμινος βυθισμένου τόξου
- procede union-melt / soudage a l arc submerge : συγκόλληση τόξου μέσα σε ηλεκτραγώγιμο συλλίπασμα
- chauffage par arc submergé / chauffage par arc-résistance : θέρμανση με βυθισμένο τόξο
- tourbe littorale submergée : παράκτιος κατακλυζομένη τύρφη
- mauvaises herbes submergées : υποβρύχια ζιζάνια / βυθιζόμενα ζιζάνια
- vaporiseur à combustion submergée : εξατμιστήρας με εμβυθισμένη φλόγα
- four à bain de sel à électrodes submergées : κάμινος λουτρού αλάτων με υποβρύχια ηλεκτρόδια
- électrode de coulée d'un four à arc submergé : ηλεκτρόδιο απόχυσης καμίνου βυθισμένου τόξου
Subscribe
0 Comments