Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

subventionner στα ελληνικά
subventionner
λέγεται
συμπβανσιονέ
.
subventionner
σημαίνει στα ελληνικά
επιχορηγώ / επιδοτώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- prêt bonifié / prêt subventionné : επιδοτούμενο δάνειο
- école subventionnée : επιχορηγούμενο σχολείο
- retrait subventionné : επιδοτούμενη απόσυρση
- logement subventionné : επιδοτούμενη κατοικία
- Euregio subventionnée : επιδοτούμενη ευρωπεριφέρεια
- tourisme subventionné : επιδοτούμενος τουρισμός
- taux d'intérêt non subventionné : μη επιδοτούμενο επιτόκιο
- enseignement libre subventionné : επιδοτούμενη επίσημη εκπαίδευση
Subscribe
0 Comments


