Εφαρμογή του

sucer στα ελληνικά
sucer
λέγεται
συσέ
.
sucer
σημαίνει στα ελληνικά
βυζαίνω / πιπιλίζω / γλείφω / ρουφάω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- suceuse / machine à sucer : στραγγιστήρι με αναρρόφηση
- comprimé à sucer : Συμπιεσμένος τροχίσκος
- tabac humidifié à sucer : είδη υγρού καπνού για πιπίλισμα
- Contient du plomb. Ne pas utiliser sur les objets susceptibles d’être mâchés ou sucés par des enfants. Attention! Contient du plomb. / MUL : Περιέχει μόλυβδο. Να μη χρησιμοποιείται σε επιφάνειες που είναι πιθανόν να μασήσουν ή να πιπιλίσουν τα παιδιά. Προσοχή! Περιέχει μόλυβδο.
Subscribe
0 Comments