Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

suer στα ελληνικά
suer
λέγεται
συέ
.
suer
σημαίνει στα ελληνικά
ιδρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sua / linaloe : βουρσερί
- soudage au feu / soudage au marteau : συγκόλληση με σφυρηλάτηση
- sue and labour clause / clause de recours et de conservation : ρήτρα ζήτησης και εργασίας
- clause du canal de Suez : ρήτρα διώρυγας του Σουέζ
  Subscribe 
 0 Comments



