Εφαρμογή του

superposer στα ελληνικά
superposer
λέγεται
συπερποζέ
.
superposer
σημαίνει στα ελληνικά
βάζω το ‘να πάνω στ’ άλλο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- superposer / chevauchement : αλληλεπικάλυψη
- superposer / hétérodyner : ετεροδυνώνω
- oblitérer / superposer une perforation : διάτρηση ζώνης
- sachet doublé / sachet enchemisé : πολυστρωματικό σακίδιο
- accent séparé / accent flottant : κινητός τόνος
- format vertical / format superposé (Admitted) : μορφή στοίβαξης
- écluses étagées / échelle d'écluses : κλιμακωτές δεξαμενές ανύψωσης
- feux superposés : υπερτιθέμενα φώτα
- réseau superposé : υπερκείμενο
- circuit superposé : κύκλωμα υπέρθεσης / υπερτιθέμενο κύκλωμα
Subscribe
0 Comments