Εφαρμογή του

suppléant στα ελληνικά
suppléant
λέγεται
συπλεάν
.
suppléant
σημαίνει στα ελληνικά
αναπληρωτής / αναπληρωματικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- suppléant : αναπληρωτής
- suppléant / membre suppléant du Comité des régions : αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής των Περιφερειών
- batelier suppléant : αναπληρωματικός χειριστής φορτηγίδας
- gouverneur alterné / gouverneur suppléant : αναπληρωτής διοικητής
- suppléants du G-20 : αναπληρωτές της G-20
- gouverneur suppléant : αναπληρωτής διοικητής
- suppléant temporaire : Προσωρινός Aναπληρωτής
- destinataire de repli / destinataire suppléant : εναλλακτικός παραλήπτης
Subscribe
0 Comments