Εφαρμογή του

surcharge στα ελληνικά
surcharge
λέγεται
συρσάρζ
.
surcharge
σημαίνει στα ελληνικά
υπέρβαρο / παραφόρτωμα / φόρτος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- surcharge : υπερφόρτωση
- surcharge / dépassement de capacité : Υπέρβαση
- surcharge : Υπερφόρτιση
- surcharge / surcharger : επικάλυψη/επιφανειακές γαίες
- surcharge : διόρθωση επί του τελικού χάρτη
- surcharge : υπερφόρτιση
- surcharge : επιφόρτηση / υπερφόρτιση
- surcharge : υπερφόρτισις
- surcharge : έντασις / υπερέντασις
Subscribe
0 Comments