Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

surcroît στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
surcroît
λέγεται
συρκρουά
.
surcroît
σημαίνει στα ελληνικά
επαύξηση / de surcroît επιπλέον
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • surmortalité / surcroît de décès : υπερθνησιμότητα / αυξημένη θνησιμότητα
  • surcroît d'activité : επαύξηση δραστηριότητας
  • surcroît durable de prospérité : αύξηση της ευημερίας σε μόνιμη βάση
  • surcroît exceptionnel de travail : εξαιρετικός φόρτος εργασίας
  • surcroît exceptionnel du travail : εξαιρετικός φόρτος εργασίας
  • surcroît de radioactivité naturelle : αυξημένη φυσική ραδιενέργεια
  • excédent de dépenses pour l'emballage / surcroît de dépenses pour l'emballage : αυξημένο κόστος συσκευασίας / επιπρόσθετη δαπάνη για συσκευασία
  • surcroît d'approvisionnement pétrolier : επιπρόσθετο κόστος εφοδιασμού με πετρελαιοειδή

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments