Εφαρμογή του

surcroît στα ελληνικά
surcroît
λέγεται
συρκρουά
.
surcroît
σημαίνει στα ελληνικά
επαύξηση / de surcroît επιπλέον
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- surmortalité / surcroît de décès : υπερθνησιμότητα / αυξημένη θνησιμότητα
- surcroît d'activité : επαύξηση δραστηριότητας
- surcroît durable de prospérité : αύξηση της ευημερίας σε μόνιμη βάση
- surcroît exceptionnel de travail : εξαιρετικός φόρτος εργασίας
- surcroît exceptionnel du travail : εξαιρετικός φόρτος εργασίας
- surcroît de radioactivité naturelle : αυξημένη φυσική ραδιενέργεια
- excédent de dépenses pour l'emballage / surcroît de dépenses pour l'emballage : αυξημένο κόστος συσκευασίας / επιπρόσθετη δαπάνη για συσκευασία
- surcroît d'approvisionnement pétrolier : επιπρόσθετο κόστος εφοδιασμού με πετρελαιοειδή
Subscribe
0 Comments