Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

surdité στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
surdité
λέγεται
συρντιτέ
.
surdité
σημαίνει στα ελληνικά
κουφαμάρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • surdité / hypoacousie : κώφωση / κωφότητα
  • surdité / perte auditive : κώφωση
  • surdité tonale / surdité mélodique et tonale : αισθητική αμουσία
  • effet de blast / surdité par explosion : κώφωση από έκρηξη
  • agnosie auditive / acousmatagnosie : ακουστική αγνωσία
  • surdité centrale / trouble cérébral de la perception auditive : βαρηκοϊα αντίληψης
  • agnosie verbale / surdité verbale pure : λεκτική κώφωση / ακουστική λεκτική αγνωσία
  • appareil de surdité : συσκευή βαρηκοΐας / συσκευή για την ακοή των κουφών
  • surdité anorganique / surdité fonctionnelle : λειτουργική βαρηκοϊα
  • surdité due au bruit : θορυβική κώφωση / κώφωση από θόρυβο

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments