Εφαρμογή του

surévaluer στα ελληνικά
surévaluer
λέγεται
συρεβαλυέ
.
surévaluer
σημαίνει στα ελληνικά
υπερεκτιμώ / υπερτιμώ
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- surévaluer : υπερεκτιμώ
- surestimé / surévalué : υπερεκτιμημένος
- bilan truqué / bilan surestimé : παραποιημένος ισολογισμός
- capital dilué / action surévaluée : υπερτιμημένοι μετοχικοί τίτλοι
- monnaie surévaluée : υπερτιμημένο νόμισμα
Subscribe
0 Comments