Εφαρμογή του

susceptibilité στα ελληνικά
susceptibilité
λέγεται
συσεπτιμπιλιτέ
.
susceptibilité
σημαίνει στα ελληνικά
ευαισθησία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- sensibilité / susceptibilité : ευπάθεια / επίνοσος χαρακτήρας
- susceptibilité : ευπάθεια / επιδεκτικότητα
- sensibilité au bruit / susceptibilité particulière au bruit : ευπάθεια στον θόρυβο
- chi 3 / susceptibilité du troisième ordre : chi 3 / επιδεκτικότητα τρίτης τάξης
- susceptibilité initiale : αρχική επιδεκτικότητα
- susceptibilité génétique : γενετική προδιάθεση
- susceptibilité d'un liant : ευαισθησία συνδετικού μέσου
- susceptibilité magnétique : μαγνητική επιδεκτικότητα
- susceptibilité électrique : ηλεκτρική επιδεκτικότητα
- susceptibilité à l'infection : επιδεκτικότητα στη λοίμωξη
Subscribe
0 Comments