Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

suspecter στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
suspecter
λέγεται
συσπεκτέ
.
suspecter
σημαίνει στα ελληνικά
υποπτεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • fumée légitime / fumée non suspecte : μη ύποπτος καπνός
  • R40 / effet cancérogène suspecté - preuves insuffisantes : Ρ40 / πιθανοί κίνδυνοι μονίμων επιδράσεων
  • opération douteuse / transaction suspecte : ύποπτη συναλλαγή
  • être suspecté de partialité : εγείρω υπόνοια μεροληψίας
  • volaille suspecte d'être infectée : πουλερικά ύποπτα προσβολής
  • volaille suspecte d'être infectée : πουλερικό για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει προσβληθεί
  • volaille suspecte d'être contaminée : πουλερικά ύποπτα μολύνσεως
  • volaille suspecte d'être contaminée : πουλερικό για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει μολυνθεί
  • exploitation suspecte d'être infectée : εκμετάλλευση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης
  • EN CAS d’exposition prouvée ou suspectée: / MUL : ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ έκθεσης ή πιθανής έκθεσης:

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments