Εφαρμογή του

suspecter στα ελληνικά
suspecter
λέγεται
συσπεκτέ
.
suspecter
σημαίνει στα ελληνικά
υποπτεύομαι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- fumée légitime / fumée non suspecte : μη ύποπτος καπνός
- R40 / effet cancérogène suspecté - preuves insuffisantes : Ρ40 / πιθανοί κίνδυνοι μονίμων επιδράσεων
- opération douteuse / transaction suspecte : ύποπτη συναλλαγή
- être suspecté de partialité : εγείρω υπόνοια μεροληψίας
- volaille suspecte d'être infectée : πουλερικά ύποπτα προσβολής
- volaille suspecte d'être infectée : πουλερικό για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει προσβληθεί
- volaille suspecte d'être contaminée : πουλερικά ύποπτα μολύνσεως
- volaille suspecte d'être contaminée : πουλερικό για το οποίο υπάρχει υποψία ότι έχει μολυνθεί
- exploitation suspecte d'être infectée : εκμετάλλευση για την οποία υπάρχουν υπόνοιες μόλυνσης
- EN CAS d’exposition prouvée ou suspectée: / MUL : ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ έκθεσης ή πιθανής έκθεσης:
Subscribe
0 Comments