Εφαρμογή του

synchroniser στα ελληνικά
synchroniser
λέγεται
σενκρονιζέ
.
synchroniser
σημαίνει στα ελληνικά
συγχρονίζω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- syncompex / compresseur et extenseur synchronisés : συγχρονισμένος συστολοδιαστολέας
- F6 / état synchronisé : κατάσταση F6 / συγχρονισμένη
- réseau synchrone / réseau synchronisé : συγχρονισμένο δίκτυο
- satellite en phase / satellite synchronisé : δορυφόρος σε φάση / συγχρονισμένος δορυφόρος
- sonnerie immédiate / sonnerie immédiate non synchronisée : άμεσος μη συγχρονισμένος κωδωνισμός
- système synchronisé / système (de régulation) simultané : ταυτόχρονο σύστημα κυκλοφοριακής ρύθμισης / συγχρονισμένο σύστημα κυκλοφοριακής ρύθμισης
- balayage synchronisé / balayage relaxé synchronisé : συγχρονισμένη σάρωση
- émetteur synchronisé : συγχρονισμένος πομπός
- vitesse synchronisée : συγχρονισμένη ταχύτητα
- réducteur synchronisé : συγχρονισμένος μειωτήρας
Subscribe
0 Comments