Εφαρμογή του

tampon στα ελληνικά
tampon
λέγεται
τανπόν
.
tampon
σημαίνει στα ελληνικά
σφραγίδα / ταμπόν / πώμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tampon aqueux / solution tampon : ρυθμιστικό διάλυμα
- Tampon : Εμποτισμένο επίθεμα
- serre / tampon : προσαρτημένο θερμοκήπιο / θερμοκήπιο για θέρμανση κατοικíας
- tampon : έμφραγμα
- tampon : αποσβεστήρας κρούσεων
- tampon / couvercle de regard : κάλυμμα φρεατίου επισκέψεως
- butoir / tampon : συγκρατήρας / ανασταλτήρας
- tampon / couvercle de bouche à clé : κάλυμμα στομίου
- tampon : ταμπόν
- tampon : επίθεμα / μάκτρον
Subscribe
0 Comments