Εφαρμογή του

tardif στα ελληνικά
tardif
λέγεται
ταρντίφ
.
tardif
σημαίνει στα ελληνικά
αργοπορημένος / όψιμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tardif : όψιμος
- verreau / cheimatobia : γεωμέτρης των οπωροφόρων δένδρων
- Spätlese / vendange tardive : όψιμος τρυγητός
- tardiveté / maturité tardive : βραδεία ωρίμαση
- séquelles / effet tardif : επακόλουθα
- gelée tardive : όψιμος παγετός
- asthme tardif : όψιμον άσθμα
- fruit tardif : όψιμα φρούτα
- ostéogénèse imparfaite / ostéopsathyrose : ατελής οστεογένεση / ατελής οστεογένεση τύπου Ι
- brûlage tardif / mise à feu tardive : όψιμος καύσις των ξηρών χόρτων
Subscribe
0 Comments