Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

taré στα ελληνικά
taré
λέγεται
ταρέ
.
taré
σημαίνει στα ελληνικά
βλαμένος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- E417 / gomme tara : Ε417 / κόμμι τάρα
- tare / poids à vide : απόβαρο / βάρος κενό
- taré : φορέας στίγματος
- tara : tara
- tare : απόβαρο
- tare dure : εξόστωση
- lampe tare : λαμπτήρας σύγκρισης
- tare molle : μαλακή διόγκωση
- risque taré / risque aggravé : ζωές επιβαρυμένες για λόγους υγείας
Subscribe
0 Comments


