Εφαρμογή του

tas στα ελληνικά
tas
λέγεται
τα
.
tas
σημαίνει στα ελληνικά
σωρός / στοίβα / σωρεία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- TAS / Tribunal arbitral du sport : ΔΔΑ / Διαιτητικό Δικαστήριο Αθλητισμού
- tas / couche : στοιβάδα σπόρων
- tas : κοίλαντρο / ακμόνι καθήλωσης
- tas : Σωρός / συσσώρευση
- TAS / travail et affaires sociales : ΕΚΥ / Εργασία και Κοινωνικές Υποθέσεις
- meule / moyette : θημωνιά / χειρόβολα
- debris / tas de deblais : σωρός κατακερματισμένων βράχων
- tas jeune : μέγιστος αριθμός εκπτυχθέντων σπόρων
- tas vieux : γηρασμένο πλήθος κόκκων
- tas feutré : βλαστημένοι κόκκοι οι οποίοι δημιουργούν μπάνες
Subscribe
0 Comments