Εφαρμογή του

télécommande στα ελληνικά
télécommande
λέγεται
τελεκομάνντ
.
télécommande
σημαίνει στα ελληνικά
τηλεχειριστήριο
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- télécommande / commande à distance : τηλεκαθοδήγηση, τηλεντολοδοσία, τηλεντολή
- télécommande / commande à distance : τηλεχειρισμός
- téléréglage / télécommande : τηλεχειρισμός / έλεγχος από απόσταση
- télécommande : έλεγχος με σήματα εντολών
- télécommande / ordre de télécommande : εντολή τηλεχειρισμού
- téléguidage / télécommande : τηλεχειρισμός / έλεγχος εξ αποστάσεως
- feu télécommandé : τηλεκατευθυνόμενος φανός
- zapette / boîtier de télécommande : τηλεπιλογέας
- centre de conduite / centre de commutation : κέντρο διασυνδέσεων / κέντρο ελέγχου διά τηλεχειρισμών
Subscribe
0 Comments