Εφαρμογή του

témoin στα ελληνικά
témoin
λέγεται
τεμουέν
.
témoin
σημαίνει στα ελληνικά
μάρτυρας / λαμπάκι / κουμπάρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- témoin : ενδεικτική λυχνία
- témoin : σημειωτής
- témoin : σελιδοδείκτης / τσάκισμα της γωνίας φύλλου βιβλίου
- témoin : μάρτυρας
- cookie / mouchard : cookie / "μπισκότο"
- blanc / essai témoin : τυφλό / τυφλό πείραμα
- butée / levier témoin : στόπερ / αντιστήριγμα
- témoins : άκοπα φύλλα βιβλίου
- colloque / établissement d'une liaison : χειραψία / πρωτόκολλο χειραψίας
Subscribe
0 Comments