Εφαρμογή του

tempérament στα ελληνικά
tempérament
λέγεται
τανπεραμάν
.
tempérament
σημαίνει στα ελληνικά
ταπεραμέντο / ιδιοσυγκρασία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tempérament : ιδιοσυγκρασία
- lymphatisme / diathèse lymphatique : λεμφατισμός
- vente à crédit / vente à tempérament : πώληση με δόσεις / πώληση επί πιστώσει
- achat par acomptes / achat à tempérament : αγορά με δόσεις / αγορά με πίστωση
- prêt à tempérament : δάνειο σταδιακής εξοφλήσεως
- prêt à tempérament : δάνειο με σταδιακή εξόφληση
- vente à tempérament : πώληση με τμηματική καταβολή του τιμήματος
- achat à tempérament : αγορά με δόσεις
- crédit à tempérament : πίστωση για αγορές με δόσεις / πίστωση χορηγούμενη για αγορές με δόσεις
Subscribe
0 Comments