Εφαρμογή του

tempéré στα ελληνικά
tempéré
λέγεται
τανπερέ
.
tempéré
σημαίνει στα ελληνικά
εύκρατος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- forêt galerie / forêt-galerie : δάσος-στοά
- forêt boréale / forêt de l'Europe tempérée : βορείο δάσος / αρκτικό δάσος
- phage tempéré : ήπιος φάγος
- climat tempéré : εύκρατο κλίμα
- lande tempérée : χερσότοπος εύκρατων περιοχών
- forêt tempérée : εύκρατο δάσος
- serre tempérée : σέρρα μέσης θερμοκρασίας
- forêt tempérée : έυκρατο δάσος
- température de lac / tempéra- ture superficielle de lac : θερμοκρασία λίμνης / επιφανειακή θερμοκρασία λίμνης
Subscribe
0 Comments