Εφαρμογή του
temporel στα ελληνικά
temporel
λέγεται
τανπορέλ
.
temporel
σημαίνει στα ελληνικά
πρόσκαιρος / εγκόσμιος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- horodate / horodatage : χρονοσφραγίδα
- temporel / division dans le TEMPS : διαίρεση χρόνου
- étage T / étage temporel : T βαθμίδα / βαθμίδα T
- réseau TT / structure TT : δικτύωμα TT
- réseau TTT / structure TTT : δικτύωμα TTT
- réseau TST / structure TST : δικτύωμα TST / δικτύωμα χρόνου-χώρου-χρόνου
- réseau STS / structure STS : δικτύωμα STS / δικτύωμα χώρου-χρόνου-χώρου
- valeur-temps / valeur temporelle : αξία χρόνου
- TNE1 / multiplexeur temporel MIC du premier ordre : μονάδα πολυπλεξίας pcm πρώτης τάξης με διαίρεση χρόνου
- valeur temps / valeur temporelle : χρονική αξία οψιόν
Subscribe
0 Comments