Εφαρμογή του

temps στα ελληνικά
temps
λέγεται
ταν
.
temps
σημαίνει στα ελληνικά
καιρός / χρόνος / à temps έγκαιρα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- temps / temps (météo : καιρός/καιρικές συνθήκες
- écart / intervalle : χρονικό διάστημα / χρονικός διαχωρισμός
- SMART / spécifié, mesurable, acceptable, réaliste, situé dans le temps : συγκεκριμένος, μετρήσιμος, εφικτός, ρεαλιστικός και χρονικά προσδιορισμένος
- TARGET / système de transfert express automatisé transeuropéen à règlement brut en temps réel : TARGET / σύστημα πληρωμής TARGET
- système de règlement brut en temps réel / RBTR : ΑΔΠΧ / ΣΔΣΧ
- pause / temps de repos : διάλειμμα
- gigue / erratisme de la base de temps : αστάθεια της βάσης χρόνου
- durée / délai : καθυστέρηση μετάδοσης
- MTBF / temps moyen entre pannes : μέσος χρόνος μεταξύ διακοπών / μέσος χρόνος μεταξύ σφαλμάτων
- pause / temps de repos : διάλειμμα / διακοπή εργασίας
Subscribe
0 Comments