Εφαρμογή του

tenace στα ελληνικά
tenace
λέγεται
τενάς
.
tenace
σημαίνει στα ελληνικά
σκληρός / σθεναρός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tenace : στιφρός
- tenace : ανθεκτικός / συνεκτικός
- acier tenace à froid : χάλυβας συνεκτικός στο κρύο
- acier tenace à froid pour installations frigorifiques : χάλυβας συνεκτικός στο ψύχος για ψυκτικές εγκαταστάσεις
Subscribe
0 Comments