Εφαρμογή του

terme στα ελληνικά
terme
λέγεται
τερμ
.
terme
σημαίνει στα ελληνικά
όρος / προθεσμία / à Iong terme μακροπρόθεσμα / τέρμα / τέλος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- terme : προθεσμία
- terme : όρος
- URCED / RCE durable : lCER / μακροπρόθεσμη πιστοποιημένη μείωση εκπομπών
- ELTIF / fonds européen d'investissement à long terme : ΕΜΕΚ / ευρωπαϊκό μακροπρόθεσμο επενδυτικό κεφάλαιο
- opération de refinancement à plus long terme / ORLT : πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης / μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση
- TERst / rapport toxicité alimentaire à court terme : TERst / λόγος βραχυπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής
- TERlt / rapport toxicité alimentaire à long terme : TERlt / λόγος μακροπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής
- MATIF / Marché à terme international de France : MATIF / Διεθνής Προθεσμιακή Αγορά Γαλλίας
- CEPMMT / Centre européen pour les prévisions météorologiques à moyen terme : ΕΚΜΜΠ / Ευρωπαϊκό κέντρο μεσοπρόθεσμων μετεωρολογικών προγνώσεων
- COLTS / papier à terme offert en permanence : συνεχής προσφορά κινητών αξιών
Subscribe
0 Comments