Εφαρμογή του

terminal στα ελληνικά
terminal
λέγεται
τερμινάλ
.
terminal
σημαίνει στα ελληνικά
σταθμός / αφετηρία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- borne / terminal : τερματικό / πόλος(ηλεκτρικός)
- terminal / appareil terninal : τερματική συσκευή
- terminal / terminal d'utilisateur : τερματικό / τερματικός σταθμός
- terminal : άκρο / τερματικό
- terminal / poste d'entrée : τερματικό
- terminal : ΕΕ / απόληξη
- terminal : τερματικός σταθμός
- AV / moniteur : μονάδα οπτικής παρουσίασης
- terminal : ακραίος σταθμός
- terminal : σταθμός επιβιβάσεως/αποβιβάσεως
Subscribe
0 Comments