Εφαρμογή του
terminer στα ελληνικά
terminer
λέγεται
τερμινέ
.
terminer
σημαίνει στα ελληνικά
τερματίζω / τελειώνω / ολοκληρώνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- terminé / sur charge adaptée : τερματισμένος
- out / terminé : τέλος
- LIT / message de libération terminée : RLC / μήνυμα "Περάτωση απόλυσης"
- terminer un litige / terminer un différend : τερματίζω μια διαμάχη
- libération terminée : περάτωση απόλυσης
- terminer l'instruction : περάτωση της αποδεικτικής διαδικασίας
- terminer les négociations : περατώνονται οι διαπραγματεύσεις
- mouvement de montre terminé : μηχανισμός συναρμολογημένος για ρολόγια τσέπης ή χεριού
- compteur des blocs terminés : μετρητής πλήρων μπλοκ
- convoyeur d'enroulements terminés : μεταφορέας μπομπινών
Subscribe
0 Comments