Εφαρμογή του

terminus στα ελληνικά
terminus
λέγεται
τερμινύς
.
terminus
σημαίνει στα ελληνικά
τέρμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- borne / terminal : τερματικό / πόλος(ηλεκτρικός)
- terminus : τελευταία στάση
- terminus / gare terminus : τερματικός σταθμός
- jeu final / jeu terminus : συσκευή στην έξοδο τμήματος αποκλεισμού για την απελευθέρωση του σήματος εξ ξόδου
- port terminus : λιμένας προορισμού
- terminus d'autobus : τέρμα λεωφορείων
- terminus en boucle : τελευταία στάση με λωρίδα στροφής
- terminus en tiroir / voie de retournement : εγκατάσταση αλλαγής σιδηρογραμμών
- verrou du jeu final / arrêt de block terminus : συσκευή δέσμευσης σήματος εξόδου
- battement au terminus : χρόνος παραμονής στο τέρμα διαδρομής / χρόνος ακινητοποίησης στο τέρμα της διαδρομής
Subscribe
0 Comments