Εφαρμογή του

tester στα ελληνικά
tester
λέγεται
τεστέ
.
tester
σημαίνει στα ελληνικά
εξετάζω / τσεκάρω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tester / appeler : σταθμοσκοπώ
- testa : περίβλημα / ενδοσπέρμιο
- testa / tégument : μεμβράνη σπόρου,περικάλυμμα
- IUT / réalisation à tester : IUT / υλοποίηση υπό δοκιμή
- testa séché / pellicule de café : φλούδα του καφέ
- verrat testé : πιστοποιημένος κάπρος
- apte à tester / capable de disposer par testament : διαθέτης ικανός ή μη
- élément testé : δοκίμιο
- capacité de tester : ικανότητα του διαθέτη
- installé et testé : εγκατεστημένο και δοκιμασμένο
Subscribe
0 Comments