Εφαρμογή του

tétée στα ελληνικά
tétée
λέγεται
τετέ
.
tétée
σημαίνει στα ελληνικά
θήλασμα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- téter : θηλάζω
- lait tété : γάλα διατροφής μοσχαριών
- lait tété : γάλα θηλασμού
- tétée d'épreuve : δοκιμασία του αντανακλαστικού του θηλασμού
- sculpture à tétons : σκάλισμα με καρφιά / σκάλισμα με πιρτσίνια
Subscribe
0 Comments