Εφαρμογή του

thermique στα ελληνικά
thermique
λέγεται
τερμίκ
.
thermique
σημαίνει στα ελληνικά
θερμικός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- capteur solaire / insolateur : ηλιακός συλλέκτης / ηλιακός θερμοσυσσωρευτής
- inversion / inversion thermique : αναστροφή θερμοκρασίας / θερμοκρασιακή αναστροφή
- radiateur / dissipateur : ψυκτικό πτερύγιο / ανταλλαγέας θερμότητας
- cracking / craquage : πυρόλυση / θερμική πυρόλυση
- radiateur / refroidisseur : φύλλο απαγωγής θερμότητας
- calorifuge / calorifugeage : αντίσταση θερμοδιαφυγής
- réacteur / matériel de traitement thermique par contact entre tambour unique et tablier sans fin : εξοπλισμός θερμικής κατεργασίας με επαφή μεταξύ ενός κυλίνδρου και ατέρμονα ιμάντα
- chaleur / énergie thermique : θερμική ενέργεια
- maréthermie / océanothermie : ωκεάνια ενέργεια / θερμική ενέργεια θαλασσών
- crique / fissure : θραύση εν θερμώ
Subscribe
0 Comments