Εφαρμογή του

tige στα ελληνικά
tige
λέγεται
τιζ
.
tige
σημαίνει στα ελληνικά
μίσχος / βέργα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tige : κορμός / στέλεχος
- tige : επάνω μέρος
- tige : στέλεχος
- tige : περικνήμιο μπότας / περισφύριο τμήμα υποδήματος
- tige / jambe : γάμπα / στέλεχος
- orobe / gesse aux tiges renflées : λάθυρος ο ορεινός
- pal / pic : λοστός / τριβέλι
Subscribe
0 Comments