Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

timidité στα ελληνικά
timidité
λέγεται
τιμιντιτέ
.
timidité
σημαίνει στα ελληνικά
ντροπαλότητα / δειλία
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
Subscribe
0 Comments
Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με
