Εφαρμογή του

tiret στα ελληνικά
tiret
λέγεται
τιρέ
.
tiret
σημαίνει στα ελληνικά
παύλα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tiret : παύλα
- tiret : περίπτωση
- division / trait d'union : ενωτικό
- tiret demi-cadratin / tiret court : παύλα του εν / κανόνας του εν
- tiret cadratin : παύλα του εμ / κανόνας του εμ
- courbe tiretée / courbe en tirets : διακεκομμένη καμπύλη
- tirets décolorés : αμυδρές ραβδώσεις
- tiret de conduite : ενωτική παύλα
- tiret conditionnel : αφανές υφέν / αφανές ενωτικό
Subscribe
0 Comments