Εφαρμογή του
tiroir στα ελληνικά
tiroir
λέγεται
τιρουάρ
.
tiroir
σημαίνει στα ελληνικά
συρτάρι
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tiroir : ατμοσύρτης
- tiroir : συρτάρι / εμβυσματούμενη μονάδα
- tiroir / glissière : σύρτης / μάνδαλο
- tiroir : κινητό τοίχωμα απορροφητικού κιβωτίου
- tiroir : συρτάρι
- tiroir / voie de tiroir : γραμμή σύρτη / γραμμή με σύρτες αναστροφής πορείας των συρμών
- tiroir : βαλβίδα ολισθήσεως
- tiroir pile : ενθέμιο συσσωρευτών / ικρίωμα συσσωρευτών
- tiroir plat : σύρτης επίπεδος
- connecteur nu / connecteur de baie et tiroir : βύσμα συρταριού
Subscribe
0 Comments