Εφαρμογή του

tissu στα ελληνικά
tissu
λέγεται
τισύ
.
tissu
σημαίνει στα ελληνικά
ύφασμα / ιστός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tissu : ιστός
- tissu / toile : ύφασμα/υπόθεμα
- tissu / tissu (corporel : ιστός
- tissu : ύφασμα
- filet / tissu à mailles nouées : ύφασμα βροχιδωτό με κόμβους
- tissé : πλεκτό
- LOOMS / pays bénéficiant de droits préférentiels pour des produits tissés à la main : LOOMS / χώρες για τις οποίες προβλέπονται προτιμησιακοί δασμοί για τα χειροποίητα υφασμένα προϊόντα
- gaze / tissu à point de gaze : ύφασμα με ύφανση γάζας
- gaze / tissu ajouré : γάζα / αζούρ
Subscribe
0 Comments