Rosgovas App logo

Δοκιμάστε την Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με προφορά γαλλική προφορά / ελληνική προφορά, για γαλλική μετάφραση ή ελληνική μετάφραση (υποστηρίζεται από όλα τα μέσα) (διαθέσιμο για όλους τους τύπους υποστήριξης). Ιδανικό για να μιλήσετε γαλλικά καθ' όλη τη διάρκεια του ταξιδιού σας στη Γαλλία !

titulaire στα ελληνικά

ΜΙΝΙ λεξικό Ροσγοβάς γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό
titulaire
λέγεται
τιτυλέρ
.
titulaire
σημαίνει στα ελληνικά
μόνιμος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés

  • titulaire : αντιτασσόμενος κάτοχος
  • titulaire : κάτοχος αδείας
  • pensionné : συνταξιούχος
  • embranché / titulaire d'un embranchement particulier : ιδιοκτήτης ιδιωτικής διακλάδωσης / ιδιοκτήτης παρακαμπτήριας γραμμής
  • licencié / titulaire d'une licence : ο προς ον εκχωρείται η άδεια / δικαιούχος άδειας εκμετάλλευσης
  • retraité / titulaire de pension ou de rente : συνταξιούχος / δικαιούχος σύνταξης
  • membre titulaire : τακτικό μέλος
  • formulaire E121 / attestation pour l'inscription des titulaires de pension ou de rente et la tenue des inventaires : έντυπο Ε121 / βεβαίωση για την εγγραφή των συνταξιούχων και την τήρηση των καταστάσεων
  • formulaire E122 / attestation en vue de l'octroi des prestations en nature aux membres de la famille des titulaires de pension ou de rente : έντυπο Ε122 / βεβαίωση για χορήγηση παροχών σε είδος στα μέλη της οικογένειας των συνταξιούχων
  • PIN / code confidentiel du titulaire : προσωπικός αριθμός ταυτότητας / προσωπικός αριθμός αναγνώρισης

Το ΜΕΓΑ γαλλοελληνικό και ελληνογαλλικό λεξικό σε δύο τόμους Ροσγοβάς :

ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΟ και ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ Ροσγοβάς

Subscribe
Notify of
guest

0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments