Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

tolérable στα ελληνικά
tolérable
λέγεται
τολεράμπλ
.
tolérable
σημαίνει στα ελληνικά
ανεκτός
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- TLV / valeur TLV : TLV / κατώτερη οριακή τιμή
- DJT de groupe / dose journalière tolérable de groupe : ενιαία αποδεκτή ημερήσια λήψη
- côte maximum / dimension maximale : μέγιστη διάσταση
- côte minimum / dimension minimale : ελάχιστη διάμετρος
- DHTP / dose hebdomadaire tolérable provisoire : DHTP / εβδομαδιαία ανεκτή προσωρινή δόση
- RET / risque d'erreur tolérable : ανεκτό επίπεδο κινδύνου σφάλματος
- DJT / dose journalière tolérable : ανεκτή ημερήσια πρόσληψη (Preferred) / ανεκτή ημερήσια δόση
- DMT / dose maximale tolérée : μέγιστη ανεκτή δόση
- erreur tolérable : ανεκτό σφάλμα
- défauts tolérables / défauts admissibles : επιτρεπτές ατέλειες
Subscribe
0 Comments


