Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

tomber στα ελληνικά
tomber
λέγεται
τονμπέ
.
tomber
σημαίνει στα ελληνικά
πέφτω / ρίχνω
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tombe : θέση ταφής
 - s'éteindre / cesser ses effets : εκλείπω
 - couverture / terre noire pour tombe : μαυρόχωμα
 - bord tombé / bord relevé : μορφή άκρων συγκολλήσεως για ραφή με αναδίπλωση
 - bord tombé : χείλος κεκαμμένο στη στράντζα / μέτωπο προσβολής κεκαμμένο σε καμπτική μηχανή
 - bord tombé / bord relevé : άκρα σε αναδίπλωση
 - bord tombé : φλάντζα, ξεχείλωμα
 - pied tombant : κρεμάμενος πους
 - se détraquer / mal s'engager : παθαίνω βλάβη
 - main tombante : παράλυση των εκτεινόντων μυών του καρπού και των δακτύλων
 
  Subscribe 
 0 Comments


