Εφαρμογή του

tonne στα ελληνικά
tonne
λέγεται
τον
.
tonne
σημαίνει στα ελληνικά
τόνος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tonne / barril : βαρέλι
- tonne : τόνος / μετρικός τόνος
- tonne : βυτίο / βυτίνη
- t / tonne : τ / τόνος
- t k n / tonne-kilomètre nette : καθαρός χιλιομετρικός τόνος
- t k t / tonne-kilomètre taxée : τιμολογούμενος χιλιομετρικός τόνος
- tonne équivalent CO2 / tonne équivalent dioxyde de carbone : τόνος εκπομπών ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα
- Mtep / million de tonnes équivalent pétrole : μεγατόνος ισοδύναμου πετρελαίου / ένα εκατομμύριο τόνοι ισοδύναμου πετρελαίου
- TBC / tjbc : cgt / αντισταθμισμένη ολική χωρητικότητα
- t.e.c. / tonne d'équivalent charbon : μετρικός τόνος ισοδύναμου άνθρακα
Subscribe
0 Comments