Εφαρμογή του

tonneau στα ελληνικά
tonneau
λέγεται
τονό
.
tonneau
σημαίνει στα ελληνικά
βαρέλι / κόρος / τούμπα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- tonne / barril : βαρέλι
- tonneau : ουρά ατράκτου
- tonneau : βαρέλι
- tonneau ralenti / tonneau lent : βραδεία περιστροφή / βραδύς διατοιχισμός
- fut / bosse : βυτίο / βαρέλι
- tonnelage / polissage au tonneau : κατεργασία σε μπουράτο / λείανση με περιστρεφόμενο κύλινδρο
- TBC / tjbc : cgt / αντισταθμισμένη ολική χωρητικότητα
- TJB / tonneau de jauge brute : τόνος ολικής χωρητικότητας
- TJN / tonneau de jauge nette : καθαρή χωρητικότητα
- bombe-baril / baril d'explosifs : βόμβα τύπου "βαρελιού"
Subscribe
0 Comments