Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

topo στα ελληνικά
topo
λέγεται
τοπό
.
topo
σημαίνει στα ελληνικά
σχεδιάγραμμα / λιανά
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gyrase / topo-isomérase : γυράση
- auto-topo-agnosie : αυτοτοποαγνωσία
- ADN topo-isomérase : DNA τοποϊσομεράση
Subscribe
0 Comments


