Εφαρμογή του λεξικού ΡΟΣΓΟΒΑΣ, γαλλικό και ελληνικό λεξικό με

torrent στα ελληνικά
torrent
λέγεται
τοράν
.
torrent
σημαίνει στα ελληνικά
χείμαρρος
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- gave / torrent : χείμαρρος
- seuil noyé / barrage en rivière : φράγμα ελέγχου
- écrevisse des torrents : ποταμοκαραβίδα
- écrevisse des torrents : καραβίδα καταρρακτών
- protections contre torrents : προστασία έναντι των χειμάρρων
- seuil de régularisation de torrent : ουδός διευθετήσεως χειμάρρου
Subscribe
0 Comments


