Εφαρμογή του

tôt στα ελληνικά
tôt
λέγεται
το
.
tôt
σημαίνει στα ελληνικά
νωρίς / γρήγορα
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- légines / MUL : μπακαλιάροι της Ανταρκτικής / μπακαλιάρος του είδους dissostichus
- date au plus tôt : νωρίτερη επιτρεπόμενη ημερομηνία
- date de fin au plus tôt : νωρίτερη επιτρεπόμενη ημερομηνία περάτωσης
- date de début au plus tôt : νωρίτερη επιτρεπόμενη ημερομηνία έναρξης
- date au plus tôt d'un événement : νωρίτερη επιτρεπόμενη ημερομηνία γεγονότος
- relèvement le plus tôt possible : πρώορο ξανασήκωμα ασθενούς
Subscribe
0 Comments