Εφαρμογή του

toucher στα ελληνικά
toucher
λέγεται
τουσέ
.
toucher
σημαίνει στα ελληνικά
αγγίζω / παίρνω / αφορώ / συγκινώ / πλήγω / πετυχαίνω / ακουμπώ / αφή
.
Source: Rosgovas, tous droits réservés
- toucher : σημείο επαφής με το διάδρομο/Έγγρ.4444
- toucher : αγγίζει / έρχεται σε επαφή
- toucher : εισπράττω
- toucher : άγγιγμα
- toucher : αφή / χέρι
- fix / fixe : φιξ / σουτ
- touche / palpeur : ακίδα ανιχνευτή
- touche : πλήκτρο
- touche / bouton-poussoir : κλειδί πίεσης
- touche / touche de clavier : πλήκτρο / πλήκτρο του πληκτρολογίου
Subscribe
0 Comments